- λίκνιση
- (Αστρον.). Μικρή ταλάντωση του ορατού ημισφαιρίου της Σελήνης σε σχέση με το κέντρο της Γης. Η λ. της Σελήνης ανακαλύφθηκε από τον Γαλιλαίο και διακρίνονται έξι τύποι της: α) λ. κατά πλάτος, που οφείλεται στο γεγονός ότι ο ισημερινός της Σελήνης σχηματίζει με το επίπεδο της τροχιάς της γωνία περίπου 6,5° και έτσι σε έναν σεληνιακό μήνα ο νότιος και ο βόρειος πόλος της είναι εναλλακτικά ορατοί στο ορατό από τη Γη ημισφαίριο της Σελήνης· β) λ. κατά μήκος, που οφείλεται στο γεγονός ότι η γωνιώδης κίνηση της Σελήνης, εξαιτίας της ελλειπτικής τροχιάς της, είναι άλλοτε μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη από τη μέση κίνησή της, με αποτέλεσμα να είναι ορατή περίπου στις 7,5° επιφάνειας προς το ανατολικό και το δυτικό χείλος της· γ) λ. ημερήσια ή παραλλακτική, που οφείλεται στην ημερήσια περιστροφή της Γης, με αποτέλεσμα η Σελήνη να είναι ορατή σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Εξαιτίας της λ. το 41% της επιφάνειας της Σελήνης είναι πάντοτε αόρατο από τη Γη και γίνεται ορατό μόνο με τη βοήθεια διαστημικών οχημάτων, ένα ποσοστό επίσης 41% είναι μονίμως ορατό και ένα 18% διαδοχικά αόρατο και ορατό. Εκτός από την οπτική λ. υπάρχει και η φυσική λ. που οφείλεται στο γεγονός ότι η Σελήνη είναι τριαξονική και ελλειπτική και ο μεγάλος άξονάς της, εξαιτίας της οπτικής λ., απομακρύνεται περιοδικά κατά μερικές μοίρες από τον ακριβή προσανατολισμό του προς το κέντρο της Γης. Από την έλξη της τελευταίας δημιουργείται ένα ζεύγος δυνάμεων που επιδρά πάνω στη Σελήνη και προκαλεί τη λ. της κατά 2° ως προς το κέντρο της μάζας της.
* * *η1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λικνίζω, η ελαφρά παλινδρομική κίνηση λίκνου ή άλλου αντικειμένου2. αστρον. ταλάντωση, φαινομένη ή πραγματική, ενός ουράνιου σώματος γύρω από μια θέση ισορροπίας και, ειδικότερα, η ελαφρά ταλάντωση τού ορατού ημισφαιρίου τής Σελήνης σε σχέση με το κέντρο τής Γης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λικνίζω. Η λ., στον λόγιο τ. λίκνισις, μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό σύγγραμμα Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.